«Στις 19 του Νιόβρη του 1958, εσκοτώθηκεν ο Μάτσης». Με αυτή την φράση χαραγμένη στο μυαλό του μεγάλωσε, γεννημένος μερικά χρόνια αργότερα, στη σκιά του Πενταδακτύλου. Κι ήταν, όπως έλεγε η μάνα του, μια μέρα που φυσούσε μανιασμένα.
Παιδιά ακόμη, μαζί με τον αδελφό του και τον φίλο του Πανίκο, τριγυρνούσαν στα στενά και στους κάμπους του Δικώμου. Τα καλοκαίρια ανέβαιναν με τα ποδήλατα στην Τζυλίστρα, προς το Δημοτικό Σχολείο τους. Αφού περνούσαν τον ξεροπόταμο που κατέβαινε από τα ριζά του Πενταδακτύλου και κατευθυνόταν προς τη Λευκωσία, εκεί σε μια στροφή, έπιναν νερό από μια δεξαμενή, στα «Βρυσιά», όπου κάποιο μποστάνι θα υπήρχε για να κόψουν καρπούζι ή πεπόνι. Ψημένο ή άγουρο, το έτρωγαν
κι ήταν γλυκό! Συχνά πήγαιναν στα «Βουνάρκα τα Κολλητά» προς τα τουρκοχώρια κι άλλοτε εξορμούσαν στους κόλυμπους, προς το δασούϊν.
Κατά το απόγευμα, ήταν πάντοτε στο κέντρο του χωριού, κάτω από την ελιά του Γιαννηστράτη, Θεός σχωρέσει τον. Εκεί γίνονταν οι «συσκέψεις», χαράσσοντας τον κορμό της ελιάς με συνθήματα. Πέρασαν δεκαετίες έκτοτε, όμως ακόμη δεν κατάλαβε τι συζητούσαν στην ελιά ώρες ατέλειωτες. Τις «συσκέψεις» διέκοπτε ενίοτε η καμπάνα του Άι-Γιώρκη, αφού έπρεπε να’ ναι πρώτοι στον εσπερινό.
Κυνηγούσαν οτιδήποτε. Σφήκες, κατσικορώνες, σπουργίτια, αλεπούδες, φίδια μα και … κοριτσόπουλα. Πολύ ταχτικά πήγαιναν ν' ανάψουν τα καντήλια στο ξωκλήσι της Παναγίας των Περβολιών. Εκεί, μέσα στα περβόλια από λεμονόδενδρα, βρισκόταν το μνημείο με το κρησφύγετο του Μάτση. Σ' όλα τα μέρη έκαναν φασαρία για άλλους δέκα, σ’ αυτούς τους δύο χώρους όμως επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Εκεί συνεννοούνταν με νοήματα χωρίς να βγάζουν άχνα.
Τέτοιες μέρες, συλλογιέται τον Κυριάκο Μάτση. Άλλα ήθελε να γράψει ενόψει της μέρας της συνειδητής θυσίας του. Ήθελε να μπορούσε να του πει πως συνεχίζουμε για μια πατρίδα και κοινωνία όπως την οραματίστηκε, με Έλληνες και Τούρκους να διαφεντεύουν τη γη τους. Πως στην πατρίδα επικράτησε το δίκαιο...
Για αυτό τον οραματιστή κα προφητικό ήρωα, αντί μνημοσύνου στα Φυλακισμένα Μνήματα για την επέτειο της θυσίας του, επέλεξε μερικούς στίχους από έναν άγνωστο ποιητή. Όπως λέμε «άγνωστο στρατιώτη».
Συμπληγάδες
Εξόριστε ποιητή και προφήτη, άκουσε το λογισμό μου.
Σαν βγήκα στον πηγαιμό για την Ιθάκη ονειρεύτηκα μια αξιοπρεπή ναυμαχία
με τον Ποσειδώνα μεσ΄ τ΄ ανοιχτό πέλαγος.
Ονειρεύτηκα μάχες με Κύκλωπες,
Μια αναμέτρηση με τον Πολύφημο.
Όλ’ αυτά δεν φοβήθηκα.
Εγώ λαχτάρησα την Κίρκη να σπαρταρά από πόθο
και τις νύμφες της να με λούζουν στην ακροθαλασσιά.
Και κινώντας για τ’ αλλού σε μια σανίδα
να λυτρώνομαι παλεύοντας το πέλαγος πριν ροδίσει το πρωινό.
Κι ύστερα στο νησί της Καλυψώς κι αργότερα στο περιγιάλι της Ναυσικάς.
Εξόριστε ποιητή και προφήτη μου, άκουσε το λογισμό μου.
Σειρήνες ξεμυαλίστρες ποτές μου δεν συνάντησα.
Τίποτα απ’ αυτά δεν βρήκα στο δρόμο μου.
Καμιά Πηνελόπη δεν έμπλεκε στον αργαλειό τη μέρα και να χαλά τη νύχτα για χάρη μου.
Ούτε άνθρωπος μήτε σκυλί με πρωτοαναγνώρισε σαν πάτησα στο πατρικό μου.
Τίποτες απ’ αυτά δεν συνάντησα στο δρόμο μου.
Στο πατρικό μου από τότες που έφυγα δεν ξαναπάτησα
γιατί εκτίμησαν οι έμποροι την αξία του
κι αποδέχτηκα ο άθλιος για αντιπαροχή την αποζημίωση.
Εξόριστε ποιητή και προφήτη μου, άκουσε το λογισμό μου.
Τη ζωή μου τη ξόδεψα σφηνωμένος στις Συμπληγάδες,
κι απόμεινα εγκλωβισμένος ανάμεσα Τροόδους και Πενταδακτύλου
συλλαβίζοντας αυτό το παραμύθι της Ιθάκης
με τη μόνη και στερνή επιθυμία ενός μελλοθάνατου
που τώρα εκλιπαρεί απλά την επιείκειά σου.