Δεν είχε κάτι ψευτικον η θεία μας. Οταν στα γλεντια ,όταν κοπαζαν τα τραούθκια τζιαι τα τσιαττιστα.
Όταν μειλιχια και ηρωίκα απαγγελλε ποιηματα των αντρειωμενων και στίχους για την Μαναν.
Τζι ύστερα ο λεβεντης του τραπεζιου αφού την επαινουσεν ως την καλύτεραν μαθήτριαν του Σχολαρχειου Λαονας και περιχωρων.
Απαγγελλεν με μιαν σοβαροτην αλλοκοσμικην Καρνεραν .Θέλεις να δεις γην ομορφην...
Και κατόπιν εδακρυζεν δια τον διδασκαλο του οκταταξιου πουτουμαθεν την προκοπην τζι ούλλα του κόσμου τα καλά.Μα προπαντως πως τον εφωτισεν. Πως τζι οι φτωσιοι μπορούν να ονειρεύκουνται.
Μαντρες μεάλες ,τζιαι κτηνα ,τζιαι κουρελλους χαλλουμμια, τζιαι περβολια, τζιαι πράσινα περε τζιαι στρατιωτικους αγώνες τζιαι μέταλλια.Τζιαι σπίτιν αρκοντικον Τζιαι γάμον πέντε ημερηνων.Τζ' ήρτεν που την Κυθρεαν εις το χωρκόν ο δάσκαλος του για να τον πάρει στον γάμον ,στην Εκκλησίαν. Εις τον γάμον του ο δάσκαλος ο περκαλλες ο πολλοξακουσμενος.Τζιαι την νύχτα εχορεψεν μιτα του καρτσιλαμαες τζιαι επλουμισε τον κλαμοντα τζιαι...
Υστερις εδιαταξεν έναν χορόν της Ελλάδος ,τσαμικον τζιαι εκράταν του το μαντηλιν ο γαμπρος τζιαι ο δάσκαλος εχορεψεν μες τον δισκον τον Κωσταντινατον έναν χορόν πον είδεν το χωρκόν ξανά...
Τζιαι άμαν έκατσεν εις το τραπέζιν τ αντρουνου μεσάνυχτα είπεν του.Εισαι ο γιος πον έχω.Τεσσερεις κόρες αξιωσεν με ο Θεός.Μα άμαν έμαθα πως εστραφης που τες μαχες της εισβολης με έναν λοχαγον γεματωμενον στηρασιην σου ειπουν εν μαθητης μου ,εν γιος μου τούτος ο λεβεντης.Ετσι εκλαψεν το χωρκόν εις σε έναν γάμον ...
Τοτες που χορευκαν οι αδρωποι τζιαι εκλαιαν σιόν σιόν οι φκιολαρηες.
Τοτες που κομα εκάμναν ρέσιν λατσιηστον που τους γίγαντες εις τους γάμους.
Τζιαι απαγγελλαν οι θκιαες μας εις τα Τραπέζια Κωστην Παλαμαν τζι οι θκειουες μας Καρνεραν τζιαι Βασιληνν Μιχαηλιδην αμμαν εσουρουπιαζεν μέρα του Πασκατου πουταν ούλλα αθθισμενα κατά παντού της Τζυπρου μας..