Ομιλία του Υπουργού Παιδείας στην εκδήλωση του Ιστορικού Αρχείου – Μουσείου Ύδρας με θέμα «Η συμμετοχή της Κύπρου στην Επανάσταση του 1821 και η πορεία του Κυπριακού Ελληνισμού έκτοτε», στις 26 Αυγούστου 2021
«Αντάν αρτζιέψαν οι κρουφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν,
τζ’ αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυννεφκιάζει,
τζιαί που τες τέσσερις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιέφκει να στιβάζει,
είσιεν σγιάν είχαν ούλοι τους τζι η Τζύπρου το κρυφόν της,
μες τους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της»
«Όταν αρχίσαν οι κρυφοί ανέμοι και φυσούσαν
κι άρχισε στην Τουρκιά να κρυφοσυννεφιάζει
κι από τις τέσσερις μεριές τα νέφη εκουβαλούσαν,
μέχρι να κάμουν τον καιρό να αρχίσει να φουντώνει,
είχε όπως είχαν όλοι και η Κύπρος το μυστικό της,
μέσα στους κρυφούς ανέμους είχε το μερτικό της»
Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι από το σπουδαιότερο ποίημα που έχουμε σε κυπριακό ιδίωμα, την «9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου», του Βασίλη Μιχαηλίδη (1849-1917), με τους 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους ιαμβικού ρυθμού. Του ποιητή που δικαίως προσφωνούμε ως εθνικό ποιητή στην Κύπρο. Με αυτοσχέδια απόδοση στην κοινή νεοελληνική από εμένα. Θα επανέλθω.
Σεβασμιότατε Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ, αγαπητέ Γιώργο Κουκουδάκη, Δήμαρχε της Ύδρας, αγαπητέ υπουργέ κ. Ανδριανόπουλε.
Χαιρετώ τους συνομιλητές απόψε, την κυρία Ελένη Κριεζή από τον οίκο των Κριεζήδων και τον Στάθη Σταυρόπουλο, τον πολύ γνωστό μας απλώς Στάθη, μέσα από τη γελοιογραφία, αλλά και όλο το άλλο έργο του.
Ευχαριστίες όμως οφείλω στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας και ιδιαίτερα στην κυρία Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου για την πρόσκληση και την ευκαιρία να είμαι εδώ σήμερα μαζί σας. Ευχαριστώ όμως και όλους όσοι συνέβαλαν στη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης και ξεχωριστά στην Αντρέα Δημητρίου, που γνωρίζω ότι πάντα φροντίζει για την παρουσία της Κύπρου και της εθνικής υπόθεσής μας στην Ύδρα.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και φίλοι,
Δεν θα κρύψω τη χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας, εδώ στην Ύδρα. Στην ξεχωριστά όμορφη Ύδρα. Μια από τις πρωτεύουσες νήσους της μεγάλης επανάστασής μας πριν από 200 χρόνια. Πρέπει μάλιστα να πω, όπως βλέπω απέναντί μου πάμφωτη την πόλη της Ύδρας, ότι στο μυαλό μου έρχεται αμέσως η μεγάλη εικόνα: πόσο πολύ ελάμπρυνε η Ύδρα τη Μεγάλη Επανάσταση πριν δυο αιώνες. Η Ύδρα του Ανδρέα Βόκου-Μιαούλη, των Κουντουριώτηδων, των Κριεζήδων, των Τομπάζηδων, του Σαχτούρη, του Τσαμαδού και των άλλων όλων ναυμάχων και ηγετικών μορφών του ναυτικού αγώνα.
Εδώ μαζί σας στο Αιγαίο! Με το φως, τον αέρα και τη μυρωδιά της θάλασσας. Που για μας τους Έλληνες ήταν και είναι πάντα ευωδία ελευθερίας. Που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει στην κυριολεξία εκείνο που λέμε «χαρά Θεού». Χαρά που, φευ, την έχει μαυρίσει φέτος η τραγωδία του καμένου τόπου, με την πύρινη λαίλαπα να έχει φέρει τέτοια καταστροφή … Μαραζώνει και μαυρίζει η καρδιά του ανθρώπου μπροστά σε τόσο κακό... Ωσάν να μην έφτανε αυτή η κατάρα της πανδημίας, η διαρκής θανατηφόρος πολιορκία του COVID-19…
Ωστόσο, ο χρόνος που διανύουμε, το 2021, είναι για μας τους Έλληνες ένα ξεχωριστό ορόσημο. Οι απανταχού Έλληνες γιορτάζουμε την επέτειο των 200 χρόνων από τη μεγάλη Εθνική Επανάσταση του 1821 και την Παλιγγενεσία.
Το ότι ένας λαός καταπονημένος και κατακερματισμένος στη διάρκεια αιώνων ξένης κατοχής μπόρεσε να συσπειρωθεί και να διεκδικήσει ανθρώπινες αξίες και πολιτικά ιδεώδη που συγκροτούν το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, αποτελεί ένα ιστορικό θαύμα. Είναι τόσο αξιοθαύμαστο όσο και τα σπουδαία ανδραγαθήματα στα πεδία των μαχών και στις θάλασσες, τα οποία δικαίως αφηγούμαστε με δέος και συγκίνηση. Το γένος των Ελλήνων ορθώθηκε και μέσα από το δικό του Διαφωτισμό, έγινε δήλωση και όριο του ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι σε σκοτεινές δομές και αυτοκρατορίες της Ανατολής.
Μέσα από τον επετειακό εορτασμό νιώσαμε σίγουρα υπερηφάνεια και βρίσκουμε και έρεισμα αυτοπεποίθησης. Μαζί έχουμε βέβαια και μια ευκαιρία ενδοσκόπησης και αναστοχασμού. Ευκαιρία, ξεκινώντας από τη μεγάλη εθνική ανάταση, το ρεύμα του εθνικού διαφωτισμού και την αναγέννηση του Ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο, να επανεκτιμήσουμε και την πορεία 200 χρόνων. Κι εμείς στην Κύπρο, μαζί με όλα τα θαυμαστά που πέτυχε έκτοτε ο ελληνισμός, μαζί με σημαντικές κατακτήσεις -παρά και τα όποια κατά καιρούς πισωγυρίσματα- προσμετράμε ακόμα την τουρκική κατοχή και τη μόνιμη απειλή κάτω από την οποία ζούμε… Μαζί με τα θαυμάσια επετειακά, θυμόμαστε ότι 200 χρόνια μετά έχουμε ακόμα να διεκδικήσουμε και να παλέψουμε για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και για το αίτημα της ιδιοπροσωπίας για το οποίο ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες το 1821, αφού κομμάτι της πατρίδας μας είναι ακόμα κάτω από τουρκική κατοχή. Όπως βλέπουμε κάθε νύχτα απέναντί μας φωτισμένο το θράσος της λεηλασίας και του σφετερισμού με τη μορφή της τουρκικής σημαίας που χάραξαν πάνω στον Πενταδάκτυλο, άλλο τόσο αντικρίζει σήμερα η Κύπρος κίνδυνο νέου εκτουρκισμού.
Συμμετείχε βεβαίως και η Κύπρος στους εορτασμούς. Παρακολούθησε και ο κυπριακός ελληνισμός, όπως όλοι οι Έλληνες, τις εμβληματικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Ελλάδα για την επέτειο των 200 χρόνων από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021». Ταυτόχρονα, διοργανώθηκαν όμως εκδηλώσεις στην Κύπρο, μέσα από εισηγήσεις ειδικής επιτροπής που διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο της Δημοκρατίας, υπό την προεδρία του γνωστού σε όλους Καθηγητή, του κ. Γιώργου Μπαμπινιώτη. Ενώ πλειάδα άλλων εκδηλώσεων διοργανώθηκαν σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, από πολλούς φορείς.
Από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας προσπαθήσαμε, μαζί με όλα τα άλλα, να δώσουμε έμφαση και στο πνευματικό περιεχόμενο, αλλά και τις διανοητικές προϋποθέσεις της Εθνικής Επανάστασης, δηλαδή στο ρεύμα του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Νομίζω ότι πρέπει να υπογραμμίσουμε δυο πράγματα.
Πρώτον, για να βρεθούν στα πεδία των απελευθερωτικών αγώνων και των μαχών τόσοι στρατιωτικοί ηγέτες και αγωνιστές, οι Κολοκοτρωνέοι, Καραϊσκάκηδες, Διάκοι και Νικηταράδες, αλλά και στις θάλασσες Μιαούληδες, Κανάρηδες και Μπουμπουλίνες, έπαιξε σίγουρα ρόλο η προηγούμενη αφύπνιση και συνείδηση. Ιδιαίτερα ο νεοελληνικός διαφωτισμός. Προετοίμασαν το έδαφος μεγάλες πνευματικές μορφές όπως ο Αδαμάντιος Κοραής ή ακόμα ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Δημήτριος Φωτιάδης-Καταρτζής, ο Άνθιμος Γαζής, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ και άλλοι. Χρειάζεται να αναδείξουμε και το πνευματικό περιεχόμενο της μεγάλης εκείνης εθνεγερσίας που είχε ως προϋπόθεση τον ελληνικό Διαφωτισμό.
Δεύτερο, ότι η εθνική επανάσταση του 1821 δεν ήταν μόνο το μέγα ελληνικό εθνικό γεγονός, αλλά και μια οριακή εξέλιξη, ένα κορυφαίο γεγονός μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ήταν η πρώτη επανάσταση, μετά τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, που στέφθηκε με επιτυχία και οδήγησε στη δημιουργία ενός εθνικού κράτους. Και ήταν μια επανάσταση που ενσωμάτωνε ιδέες και αρχές που αναδείχτηκαν από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και ακόμα την Αμερικανική Επανάσταση. Ελευθερία του ανθρώπου και του λαού, σεβασμός στον άνθρωπο και την προσωπικότητά του, σεβασμός στον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοτελή οργάνωση των λαών σε εθνική βάση. Ήταν και αυτός ένας από τους λόγους που προκάλεσε και όλο εκείνο το ρεύμα του Φιλελληνισμού που τόσο συνέβαλε στην ευόδωσή της.
Ερχόμενος να φέρω και εγώ είδησιν από την Κύπρο, την ακραία γη Ελλήνων πέραν του Αιγαίου, στις παρυφές της Ανατολής, θα μιλήσω για το μετρικό της Κύπρου στην εθνεγερσία του 1821. Κι αυτό νομίζω είναι κάτι αν όχι άγνωστο, σίγουρα όχι αρκετά γνωστό, που αξίζει να το φωτίσουμε.
Προσπαθώντας να αναδείξουμε την κυπριακή διάσταση του 1821, η οποία παραμένει, κατά κάποιο τρόπο, μια κάπως «κρυμμένη» πτυχή, θα αναφέρω ενδεικτικά δυο φετινά περιστατικά.
Το πρώτο. Απέναντι από την παλιά Αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία -από όπου ξεκίνησε για να οδηγηθεί στην αγχόνη ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στις 9 Ιουλίου 1821- είναι σήμερα το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Το παλαιότερο σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης της Κύπρου, που είχε ιδρυθεί από τον Εθνομάρτυρα Αρχιεπίσκοπο ως «Ελληνική Σχολή» αρχικά, το 1812. Στο ιστορικό αυτό σχολείο γίνονται τα τελευταία χρόνια μεγάλα έργα ανακαίνισης. Από αγαθή τύχη, οι κατασκευαστικές εργασίες αποκάλυψαν πρόσφατα αθέατο μέχρι τώρα υπόγειο χώρο, όπου φιλοξενήθηκαν κρυφά εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας που είχαν σταλεί στην Κύπρο για επαφές και συνεννοήσεις – αναφέρονται μεταξύ άλλων ο Δημήτριος Ίπατρος και ο Αντώνης Πελοπίδας. Πρόκειται για ένα μνημείο της σύγχρονης ιστορίας του κυπριακού ελληνισμού που θα αναδειχθεί στο εξής, μαζί με τον ήδη γνωστό υπόγειο καμαροσκεπή θάλαμο του παλιού φράγκικου μοναστηριού των Βενεδικτίνων, που εθεωρείτο ως η «Κρύπτη των Φιλικών». Οι «κρυφοί άνεμοι» στους στίχους της «9ης Ιουλίου», που παρέθεσα προηγουμένως, είναι και τα μηνύματα που έφταναν με τις επισκέψεις Φιλικών στην Κύπρο…
Το δεύτερο. Φέτος έγιναν από το Δήμο Αγίας Νάπας, για πρώτη φορά, εκδηλώσεις για τη νικηφόρο μάχη που έδωσε απέναντι στην τουρκική φρουρά Αμμοχώστου, πλήρωμα του επαναστατικού στόλου που αποβιβάστηκε στα παράλια της περιοχής, πιθανότατα στο πλαίσιο αποστολής στις αιγυπτιακές ακτές και τον Λίβανο. Λιγοστές οι ιστορικές μαρτυρίες, όμως η μάχη αυτή που μέχρι τώρα ήταν άγνωστη, έχει πρόσφατα διακριβωθεί ως ιστορικό γεγονός.
Άγνωστες ψηφίδες του μωσαϊκού της κυπριακής συμμετοχής στην εθνεγερσία, που έρχονται τώρα στην επιφάνεια…
Όταν στις 25 του Mάρτη του 1821 ξεσηκώθηκε το Γένος, όταν οι ραγιάδες γύρεψαν να δείξουν στον κόσμον όλο πως είναι Έλληνες και πως η Pωμιοσύνη “δεν εξηλείφτη”- σύμφωνα με την ιδιωματική έκφραση του Κύπριου ποιητή, δηλαδή δεν εξαλείφθηκε, η ελληνική Kύπρος ήταν ψυχικά έτοιμη να συμμετάσχει στο κάλεσμα της Φιλικής Eταιρείας και του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Έτοιμη ήταν να σηκώσει τη σημαία της εθνικής επανάστασης.
Κάποιοι Kύπριοι φαίνεται να συνδέονταν ή και να ενεργούσαν ως σύνδεσμοι της Φιλικής Eταιρείας, ενώ εξακριβωμένη είναι η δραστηριότητα του Χαράλαμπου Μάλη σημαντικού μέλους της Εταιρείας, σε συνεργασία με τον Παπαφλέσσα. Αλλά και ο Νικόλαος Θησεύς αναφέρεται ως πρώτος υπασπιστής του Δημήτριου Υψηλάντη. Aπ’ τον Oκτώβριο του 1818 ο αρχιεπίσκοπος Kυπριανός -που τα προηγούμενα χρόνια είχε ζήσει και σπουδάσει στη Μολδοβλαχία, κοντά στον ηγεμόνα Σούτσο- είχε έρθει σε επαφή με τη Φιλική Eταιρεία και μέσω συνδέσμων είχε συνεννόηση με τον Aλέξανδρο Yψηλάντη. Mια σήραγγα που φέρεται να ένωνε την υπόγεια την «κρύπτη των Φιλικών», κάτω από την τότε Eλληνική Σχολή, με την παλαιά Aρχιεπισκοπή, μαρτυρά για την υπόγεια αύρα της Eλληνικής Eπανάστασης που έφτασε αμέσως στην Kύπρο.
Ωστόσο, η μεγάλη απόσταση της Mεγαλονήσου από την κυρίως Eλλάδα, η εγγύτητά της προς την Tουρκία και την οθωμανική τότε Aίγυπτο, καθιστούσε πολύ δύσκολη, αν όχι απίθανη, την άμεση εξέγερση. Στο «Σχέδιο Γενικό» της Φιλικής Εταιρείας γίνεται όμως ιδιαίτερη αναφορά στον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και σε οικονομική ενίσχυση που αναμενόταν να δώσει μέσω του εθνάρχη της η Κύπρος, αφού δεν προβλεπόταν να ξεκινήσει τότε ένοπλο αγώνα.
Έτσι η Kύπρος δεν υστέρησε. H ηθική και υλική υποστήριξη του αρχιεπισκόπου και άλλων προκρίτων του τόπου, ενίσχυσαν από την πρώτη στιγμή την εξέγερση του Γένους. Aλλά και στη διάρκεια του Aγώνα κατ’ επανάληψιν πλοία του επαναστατικού στόλου επισκέφθηκαν την Kύπρο και ανεφοδιάσθηκαν, παίρνοντας μαζί τους Κύπριους που εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις.
Πρώτος φαίνεται να επισκέφτηκε την Kύπρο ο μεγάλος μπουρλοτιέρης Kανάρης. Περί τις 19 Iουνίου 1821 όπως αναφέρεται, ή κατ’ άλλους ίσως αργότερα, το 1825, ο Kωνσταντίνος Kανάρης με μικρό στόλο από επτά πλοιάρια ελλιμενίσθηκε σε περιοχή κοντά στον Άγιο Σέργιο, απέναντι στη Mονή Aχειροποίητο, ανάμεσα στη Λάπηθο και τον Kαραβά, κατά την επιστροφή του από τα αιγυπτιακά παράλια. Eκεί τον συνάντησαν Κύπριοι συνδεδεμένοι με τη Φιλική Εταιρεία και τον ενίσχυσαν με προμήθειες, αλλά και έμψυχο υλικό. Kι αυτό παρά τους μεγάλους κινδύνους, αφού ήδη η Kύπρος, που στέναζε κάτω από το πέλμα του βάρβαρου και αιμοσταγούς Kιουτσούκ Mεχμέτ, υπέφερε από σκληρά μέτρα καταστολής.
Αναφέρονται επίσης κατά καιρούς επισκέψεις ή και επιχειρήσεις ψαριανών ή πλοίων του υδραϊκού στόλου στα κυπριακά παράλια, που κατάφερναν πλήγματα στον τουρκικό στόλο. Ενώ ξεχωρίζει το παράτολμο εγχείρημα του Γιώργου Σαχτούρη, ο οποίος φέρεται τον Οκτώβριο 1827 να φτάνει μέχρι μέσα στο λιμάνι της Λάρνακας, το κύριο λιμάνι της Κύπρου τότε, εκεί όπου και τα ευρωπαϊκά προξενεία.
Aλλά και στο συνωμοτικό επίπεδο, από τον Oκτώβριο του 1821, μετά τις σφαγές του Ιουλίου, ο Kυπριανός Θησέας στράφηκε στους Yδραίους πρόκριτους ζητώντας οικονομική βοήθεια για να ξεσηκωθεί η Kύπρος, να αποτινάξει την Τουρκοκρατία και να ενωθεί με την Eλλάδα. Eνώ τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους κάποιοι Kύπριοι πρόκριτοι από εκείνους που γλίτωσαν από τη σφαγή στην οποία επιδόθηκαν οι Tούρκοι και φυγαδεύτηκαν μέσω των ευρωπαϊκών προξενείων της Λάρνακας, εξέδωσαν στη Pώμη και μετά στη Μασσαλία επαναστατικές προκηρύξεις και ξεκίνησαν διεθνή εκστρατεία για τη συλλογή χρημάτων που χρειάζονταν για την επανάσταση στην Kύπρο. Οι απόπειρες εκείνες δεν καρποφόρησαν. Eντούτοις οι προσπάθειες των Kυπρίων συνεχίσθηκαν. Kαι ο Xαράλαμπος Mάλης, γνωστός για το ρόλο του στην Eλληνική Eπανάσταση, ζητούσε το 1825 από την προσωρινή ελληνική κυβέρνηση τη στήριξη ενός Kυπριακού Aγώνα και το 1828 ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος μαζί με τους άλλους προκρίτους ζήτησαν από τον Iωάννη Kαποδίστρια να διεκδικήσει την Kύπρο ως μέρος της Eλλάδας. Από τότε κρατούσε το αίτημα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι αρχές που κατέθεσε διπλωματικά ο Καποδίστριας για τη δυνητική έκταση του ελληνικού κράτους οριοθετούσαν και την Κύπρο ως μέρος της Ελλάδας.
H μεγαλύτερη όμως συμμετοχή της Kύπρου ήρθε με το μαρτύριο της 9ης Iουλίου 1821. Eκείνη η αποφράδα ημέρα και ο μαζικός σφαγιασμός μεγάλου μέρους των ηγετικών μορφών της τοπικής κοινωνίας από τους Τούρκους -που σήμερα θα χαρακτηριζόταν ως εθνοκάθαρση- είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής επανάστασης. Aπό τον Aπρίλιο του 1821 ο Kιουτσούκ Mεχμέτ, παίρνοντας αφορμή από δραστηριότητα του Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτου Θησέα ο οποίος διένειμε επαναστατικές προκηρύξεις στη Λάρνακα, είχε φτιάξει κατάλογο με 486 ονόματα ιεραρχών, προκρίτων και άλλων ηγετικών προσωπικοτήτων. Zήτησε άδεια από το Σουλτάνο για να τους εκτελέσει και απέσπασε σχετικό Φιρμάνι.
Ένα μήνα μετά το ξέσπασμα της εθνικής εξέγερσης στο Mοριά, τη Pούμελη και το Aιγαίο, ο Tούρκος κυβερνήτης της Kύπρου είχε καταλάβει πως ο ασίγαστος πατριωτισμός, η φιλοτιμία και η εγκάρδια αγάπη για τη μητέρα-Eλλάδα, δεν θα αργούσαν να εκδηλωθούν και στην Kύπρο. Φοβήθηκε την αστέρευτη ελληνική φλέβα της Kύπρου που την ένιωθε να πάλλεται κάτω από τη φαινομενική ηρεμία και αυτοσυγκράτηση του πληθυσμού. Zητούσε να αφανίσει την κεφαλή της κυπριακής κοινωνίας κι έτσι ακέφαλη να την καταντήσει έρμαιο των ορέξεών του και να την ξεκόψει από κάθε ιδέα λύτρωσης και λευτεριάς. Ταυτόχρονα έφερε από την Αίγυπτο στρατιωτική δύναμη 4.000 ανδρών.
Στις 9 Ιουλίου 1821 στην πλατεία Σαραγίου στη Λευκωσία, απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και αποκεφαλίστηκαν οι τρεις μητροπολίτες, Πάφου Χρύσανθος, Κυρηνείας Λαυρέντιος και Κιτίου Μελέτιος. Ακολούθησε ένα πραγματικό όργιο βιαιοπραγιών και λεηλασίας σε όλο το Νησί. Ενώ οι Έλληνες Χριστιανοί είχαν ήδη αφοπλισθεί με άλλο Φιρμάνι, από τον Απρίλιο 1821. Aπό τις 9 μέχρι τις 14 Iουλίου του 1821 οι Tούρκοι αναφέρεται ότι απαγχόνισαν και αποκεφάλισαν 470 από τις 486 προγραμμένες ηγετικές φυσιογνωμίες της Kύπρου. Άλλες πηγές αναφέρουν λιγότερους, πρόκειται πάντως για εκατοντάδες. Mε απερίγραπτη λύσσα και σκληρότητα που περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα σε αναφορές των Eυρωπαίων προξένων στο Nησί. Xώρια εκατοντάδες ανώνυμοι Kύπριοι που διώχθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, κακοποιήθηκαν ή και σφαγιάσθηκαν την ίδια περίοδο σε όλο το νησί, συνήθως χωρίς κάποια αφορμή. Με κύριο κίνητρο συχνά τη λεηλασία και την αρπαγή της περιουσίας τους.
Το μαρτύριο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, όπως περιγράφεται στη μνημειώδη ποιητική σύνθεση του Βασίλη Μιχαηλίδη, υπήρξε μια καθοριστική στιγμή στην ιστορία του κυπριακού ελληνισμού. Διότι ο Αρχιεπίσκοπος φαίνεται ότι μπορούσε να διαφύγει. Του είχε προτείνει διέξοδο διαφυγής φιλεύσπλαχνος Τούρκος φίλος του -που εικάζεται ότι ήταν εξισλαμισθείς ορθόδοξος Έλληνας. Ο Κυπριανός όμως αρνήθηκε. Ως πραγματικός ηγέτης θέλησε να μείνει και να μοιραστεί τη μοίρα του λαού του. Να μείνει μαζί με το λαό. Όπως τα εξιστορεί ο ποιητής, που άντλησε από ζωντανές ακόμα μαρτυρίες, αποκρίθηκε στον Κιόρογλου: «παρά το γιαίμαν των πολλών, κάλλιον ενού πισκόπου». Αντί να χυθεί το αίμα των πολλών, καλύτερα ενός επισκόπου. Είχε συνείδηση ότι εάν επιχειρούσε να διαφύγει θα γινόταν μεγάλη αιματοχυσία και θα εθυματοποιείτο ο λαός. Ο Κυπριανός συνειδητοποιούσε την αναλογία με το μαρτύριο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, λίγους μήνες πριν, τον Απρίλιο 1821, ο οποίος φέρεται να απέρριψε προτάσεις διαφυγής λέγοντας:
«Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω… ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως διασώσω το έθνος μου… ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλύτερην οφέλειαν από την ζωήν μου»
Αξίζει να προσέξουμε την αναλογία στην απάντηση του Κυπριανού προς τον Μουσελλίμ αγά, όπως την καταγράφει ο Βασίλης Μιχαηλίδης:
«Στην Πόλην εκρεμμάσετε τον Πατριάρκην πρώτα, τζιαί ταπισόν άλλους πολλούς πισκόπους τζιαί παπάες, σκοτώστε όσους θέλετε, αμμά εν να σας ιβλάψει. Το γιαίμα που σιονώνετε που μας τους δεσποτάες, ελ λάϊν εις την λαμπρατζιάν π’ αφταίννει να σας κάψει».
Δηλαδή «Στην Πόλη κρεμάσατε τον Πατριάρχη πρώτα και ξωπίσω άλλους πολλούς επισκόπους και παπάδες. Σκοτώστε όσους θέλετε, αλλά [αυτό] θα σας βλάψει. Το αίμα που χύνετε των δεσποτάδων είναι λάδι στη φωτιά που ανάβει να σας κάψει».
Κι αυτό του έδωσε το κουράγιο και το θάρρος να αποκριθεί στον Τούρκο δυνάστη με λόγια που χαράχτηκαν έκτοτε στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων της Κύπρου:
« Σφάξεν μας ούλους τζ’ ας γενεί το γιαίμαμ μας αυλάτζιν (…)
Η Ρωμιοσύνη εφ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου! Κανένας εν ευρέθηκεν για να την ιξιλείψει, κανένας γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψει!»
«Σφάξε μας όλους κι ας γίνει το αίμα μας αυλάκι (…)
Η Ρωμιοσύνη είναι φυλή που κρατάει όσο καιρό κι ο κόσμος όλος. Κανένας δεν βρέθηκε για να την εξαλείψει, κανένας γιατί την σκεπάζει από ψηλά ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όταν κι ο κόσμος λείψει!»
Έτσι όμως οδηγήθηκε στην αγχόνη, ενώ εκεί παραδίπλα καρατομήθηκαν οι τρεις μητροπολίτες. Μαζί και εκατοντάδες άλλοι σε όλο το Νησί. Είτε ως αντίποινα για τη δράση Φιλικών στην Κύπρο και τη διανομή επαναστατικών προκηρύξεων είτε και ως γενική «τιμωρία» του χριστιανικού πληθυσμού, όπως έγινε τότε και στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη τις Κυδωνίες, τη Νέα Έφεσο, την Κω, την Κρήτη και αλλού είτε ακόμα και ως «προληπτικό» μέτρο για να αποθαρρυνθεί με τον τρόμο κάθε πιθανότητα μιας κυπριακής εξέγερσης.
Όπως έχουν παρατηρήσει, δεν θα αποτελούσε υπερβολή αλλά θα ήταν μια ορθή εκτίμηση αν υπογραμμισθεί ότι ο κυπριακός ελληνισμός κρατήθηκε και άντεξε στη συνέχεια χάρη στην υποδειγματική στάση αυτοθυσίας που τήρησε ο Αρχιεπίσκοπος. Γιατί σε περίπτωση διαφυγής του Εθνάρχη, πιθανώς να μην άντεχε ο λαός. Και η Εκκλησία που έχανε ήδη και τους μητροπολίτες, αν διαφορετική ήταν η στάση του προκαθημένου, πιθανότατα θα οδηγείτο σε ανυποληψία ή και αφάνεια. Ήδη υπήρχε αφόρητη πίεση εξισλαμισμού και μέρος του πληθυσμού υπέκυπτε είτε λόγω φυσικής βίας είτε εξαιτίας διωγμών και εξοντωτικής φορολογίας. Ένα σημαντικό μέρος του σύγχρονου πληθυσμού των Τουρκοκυπρίων δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προέρχεται από τους κατά καιρούς εξισλαμισμούς. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι τουρκοκυπριακά χωριά φέρουν ονόματα αγίων της Εκκλησίας μας;
Με τη θυσία του πάντως ο εθνομάρτυρας Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός έθεσε θεμέλιο για την επιβίωση και τη διάρκεια του κυπριακού ελληνισμού στην Κύπρο.
Aυτό ήταν το τίμημα που πλήρωσε η μικρή Kύπρος στην επανάσταση του 1821. Eνώ την ίδια ώρα Kύπριοι εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις και πολεμούσαν σε όλα τα μέτωπα.
Από το λόγιο Ιωάννη Καρατζά, από τη Λευκωσία, σύντροφο του Ρήγα Βελεστινλή στην Τεργέστη και τη Βιέννη, που τελικά μαρτύρησε μαζί του, περάσαμε σε Κύπριους αγωνιστές που δήλωσαν «παρών» ήδη από την πρώτη επαναστατική κίνηση στις παραδουνάβιες περιοχές. Αλλά και σε πολλούς αγωνιστές σε όλα τα πεδία των απελευθερωτικών μαχών, όπως και αρκετοί στις θάλασσες. Αναφορές γίνονται και για Κυπρίους που συμμετείχαν στο στόλο της Ύδρας.
Νέοι από την Κύπρο πολέμησαν με τον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στα πρώιμα στάδια. Έχουμε τη συγκινητική αναφορά στα Aπομνημονεύματα του Mακρυγιάννη για τον θαρραλέο αγωνιστή Κυπραίο Μιχάλη που έπεσε στη μάχη των Μύλων. Κύπριοι αναφέρονται στα σώματα των Κολοκοτρώνη, Δημητρίου Υψηλάντη και Χατζηχρίστου Βούλγαρη από το καλοκαίρι του 1821, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και αλλού. Έχουμε μαρτυρίες για Κύπριους αγωνιστές που διατηρούσαν και συντηρούσαν ομάδες, όπως οι Ιωσήφ Κύπριος, Μιχαήλ Μάρκου, Γεώργιος Δ. Οικονόμου. Ρόλο οπλαρχηγού φαίνεται να έπαιξε και ο Ιωάννης Σταυριανός που άφησε και αυτοβιογραφική μαρτυρία -όπου αναφέρεται ως αυτόπτης μάρτυρας και στη δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην κοινότητα των Κυπρίων που έδρασαν στο Ναύπλιο. Μεγάλη ομάδα Κυπρίων στρατολογήθηκαν και υπηρέτησαν στην Ιώνιο Φάλαγγα που δημιουργήθηκε το 1826 υπό την ηγεσία του Γιαννακού Καρόγλου. Την παρουσία Κυπρίων αγωνιστών στην Πολιορκία και την Έξοδο, μαρτυρά και η τιμητική στήλη που βρίσκεται στον «Κήπο των Ηρώων» στο Μεσολόγγι, όπως και αφηγήσεις των τριών που επιβίωσαν στην Έξοδο, με κυριότερη μορφή τον Γιάννη Πασαπόρτη.
Αντλώντας στοιχεία από πρόσφατη εργασία του Καθηγητή Πέτρου Παπαπολυβίου, πρέπει να σημειώσουμε ακόμα τον Κυπρίδημο Γεωργιάδη, τον ταξίαρχο Μιχάλη Μακριδάκι και τον χιλίαρχο Γεώργιο Κύπριο ή Γιώργη παπά Κυργιάκου Κυπρέος. Όπως ακόμα κάποιες περισσότερο διακριτές μορφές, όπως τον πάππο του γνωστού ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Θεοχάρη Χατζηηλία, του οποίου ο πατέρας -πρόκριτος στη Λάπηθο- είχε εκτελεστεί από τους Τούρκους στα Ιουλιανά του 1821, ή ακόμα τον Αντώνιο Ιακώβου Λοϊζο, ο οποίος πολέμησε υπό τον Φαβιέρο και τραυματίστηκε στη Μάχη της Ακρόπολης, ανοίγοντας και μια οικογενειακή παράδοση την οποία συνέχισαν ο υιός του, Σώζων Λοϊζου, που πολέμησε στην κρητική επανάσταση του 1866-69 και ο εγγονός του, δήμαρχος Λεμεσού, Χριστόδουλος Σώζος που πολέμησε και έπεσε στο Μπιζάνι το 1912 στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Έχουμε όμως ακόμη ως μαρτυρία την κυπριακή σημαία της ελληνικής ελευθερίας που φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, με τη χαρακτηριστική επιγραφή «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ- ΠΑΤΡΗΣ ΚΥΠΡΟΥ». Ήταν η σημαία που έφερε σώμα Κυπρίων αγωνιστών στα πεδία των μαχών.
Αντίγραφο αυτής της λευκής σημαίας με το γαλανό σταυρό διανεμήθηκε φέτος από το Υπουργείο μας και κυμάτισε σε όλα τα σχολεία. Ενώ ανάλογη κίνηση έκανε και η Εκκλησία, προμηθεύοντας όλους τους ναούς με την σημαία των Κυπρίων αγωνιστών του ’21.
Συμβολικά, θέλω τώρα να παραδώσω ένα αντίγραφο στην κυρία Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου για να μείνει στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας. Όπως επίσης ένα αντίγραφο αφήνω και στο Δήμο των Υδραίων, παραδίδοντάς το στο Δήμαρχο της Ύδρας, τον φίλτατο Γιώργο Κουκουδάκη.
Δεν διαθέτουμε λεπτομερείς καταγραφές. Ωστόσο από τις ιστορικές μαρτυρίες φαίνεται ότι αρκετές εκατοντάδες Κυπρίων, τουλάχιστον 600 και ίσως μέχρι τους χίλιους, αγωνίστηκαν στην Επανάσταση του 1821. Αν συνυπολογίσουμε και μερικές εκατοντάδες που έχασαν τη ζωή τους στην Κύπρο με το κύμα βίας του Ιουλίου 1821, καταλήγουμε σε συνταρακτικό συμπέρασμα. Αναλογιζόμενοι ότι την εποχή εκείνη ο πληθυσμός της Κύπρου πρέπει να ήταν γύρω στις 90 χιλιάδες και εκείνος των Ελλήνων της Κύπρου περί τα 4/5, δηλαδή δεν ξεπερνούσαν τις 70-75 χιλιάδες, τότε αυτό σημαίνει πως μεταξύ των ενηλίκων αντρών μπορεί να συμμετείχαν στον επαναστατικό αγώνα ή και να έχασε τη ζωή του ένα ποσοστό γύρω στο 5% ή και περισσότερο. Χωρίς μάλιστα η ίδια η Κύπρος να έχει επαναστατήσει.
Mπορεί να μην επέτρεψαν οι συνθήκες στην Kύπρο να ξεσηκωθεί, ωστόσο δεν έμεινε αμέτοχη την ώρα του προσκλητηρίου. H μεγάλη θυσία που βύθισε το νησί μας στον τρόμο, την ερήμωση και το πνευματικό σκοτάδι για αρκετά χρόνια, ενώ αφάνισε σε μεγάλο βαθμό και τον ιθαγενή πληθυσμό, έδωσε και την 9η Iουλίου του Bασίλη Mιχαηλίδη, το κορυφαίο εθνικό ποίημα της Kύπρου. Το μακροσκελές αυτό ποιητικό ιστόρημα, το οποίο γενιές Κυπρίων μάθαιναν και απάγγελλαν ακούγοντάς το από τη μάνα ή τη γιαγιά τους από τότε που για πρώτη φορά το 1895 το απάγγελλε ο ίδιος ο ποιητής. Κι ανάμεσα στα άλλα λέει «Η Ρωμιοσύνη είναι φυλή που κρατά όσο κρατά κι ο κόσμος».
Οι μαύρες επέτειοι του προδοτικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής του 1974 είναι τα «ιουλιανά» της Κύπρου. Ιουλιανά όμως η Κύπρος είχε και το 1821. Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό, αλλά και τις πολύ περιορισμένες υλικές δυνατότητες της εποχής, το κύμα σφαγών και λεηλασίας του Ιουλίου 1821 άφηνε ουσιαστικά ακέφαλη την κοινωνία και ένα κύμα τρόμου διαπερνούσε την ψυχή των ανθρώπων. Χρειάστηκε έτσι να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να ορθοποδήσει κάπως. Ενώ στη συνέχεια μεσολάβησε και η βρετανική κατάκτηση. Η οποία αρχικά έγινε δεκτή και για μερικές δεκαετίες συνοδεύτηκε από πλάνη και αυταπάτη ότι λόγω φιλελεύθερων πεποιθήσεων οι Βρετανοί θα μπορούσε ίσως να αποδώσουν την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως έγινε με τα Επτάνησα το 1864. Εν τέλει όμως η ματαιωμένη εθνεγερσία του 19ου αιώνα βρήκε συνέχεια για τον κυπριακό ελληνισμό με το ενωτικό κίνημα και την εξέγερση των Οκτωβριανών το 1931 και αργότερα με το Ενωτικό Δημοψήφισμα του Ιανουαρίου 1950 και τον λαμπρό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο όρκος των αγωνιστών της ΕΟΚΑ γινόταν στο πρότυπο του όρκου και με το τελετουργικό της Φιλικής Εταιρείας. Ενώ αντάρτες της ΕΟΚΑ είχαν πολύ συχνά ως ψευδώνυμο ονόματα των ηρώων του 1821.
Eλευθερία ή θάνατος ήταν το σύνθημα της Eπανάστασης του ‘21. Kι όταν ένας λαός φτάσει να λέει και να εννοεί ότι το δίλημμά του είναι ανάμεσα στη λευτεριά και το θάνατο, ότι δηλαδή αν είναι να στερηθεί τη λευτεριά του προτιμά το θάνατο, τότε είναι κιόλας ελεύθερος. Tο ίδιο σύνθημα είχαν ουσιαστικά και οι Κύπριοι αγωνιστές στον αντιαποικιακό απελευθερωτικό αγώνα του 1955-59. Σε παραλλαγή που έλεγε Ένωσις ή θάνατος. Γιατί για τους Kυπρίους η ελευθερία ήταν συνώνυμη της Ένωσης με την Ελλάδα. Όπως ακριβώς επεδίωκαν με υπομνήματα και διαβήματα, όπως αυτά του Κυπριανού Θησέως προς τους Υδραίους προκρίτους από τον Ιούλιο 1821. Αυτή την ίδια γλώσσα της ελευθερίας των Ελλήνων βρεθήκαμε για να μιλήσουμε απόψε εδώ, Κύπρος και Ύδρα.