Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά τη μνήμη των Αγίων Αλεξάνδρου, Ιωάννου και Παύλου Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Άγιος Αλέξανδρος γεννήθηκε γύρω στο έτος 255 μ.Χ. και διακρινόταν, από τα νεανικά του χρόνια, για την πίστη και την αφοσίωσή του στο Χριστό και τη διδασκαλία του ιερού Ευαγγελίου.
Ο Πατριάρχης Μητροφάνης, εκτιμώντας την αρετή και τα προσόντα του πρεσβύτερου Αλεξάνδρου, του ανέθεσε καθήκοντα πρωτοπρεσβυτέρου και τον όρισε ως εκπρόσωπό του στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκροτήθηκε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Μετά το τέλος της Συνόδου και το θάνατο του Πατριάρχη Μητροφάνη που ακολούθησε, ο Αλέξανδρος ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο, τον οποίο και κόσμησε με τις αρετές και τις διοικητικές του ικανότητες. Μεταξύ άλλων, ως Πατριάρχης, αντιστάθηκε σθεναρά στις προσπάθειες του Αρείου να πείσει τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο για τις δήθεν ορθόδοξες θέσεις του και γενικά αναδείχθηκε φύλακας της αυθεντικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο Άγιος Παύλος υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 686 μέχρι το 693 και ήταν υπόδειγμα ενάρετου ανθρώπου και φιλάνθρωπου Επισκόπου. Επί της Πατριαρχίας του και συγκεκριμένα το έτος 691, συγκλήθηκε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, της οποίας Πρόεδρος ήταν ο ίδιος και στην οποία οφείλουμε πολλούς από τους ιερούς κανόνες που διατύπωσαν οι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ε΄ και την Στ΄ Σύνοδο.
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, στις αρχές του 11ου αιώνα, και έχοντας λάβει αξιόλογη μόρφωση, κατόρθωσε να καταλάβει υψηλά πολιτικά αξιώματα. Απαρνήθηκε ωστόσο τα πάντα και κατέφυγε σε μοναστήρι της Βιθυνίας, όπου παρέμεινε για 10 χρόνια με υπακοή στη μοναστική άσκηση. Η φήμη του ενάρετου βίου του συνέτεινε να κληθεί στην ιεροσύνη και σε σύντομο χρονικό διάστημα να αξιωθεί του Πατριαρχικού θρόνου, στον οποίο παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, το έτος 1075. Το οργανωτικό και κυρίως το φιλανθρωπικό του έργο έμειναν στην ιστορία ως φωτεινά παραδείγματα για τους επόμενους επισκόπους.